- θέμις
- (-ιδος) η1) правосудие;
ναός της θέμιδος — суд;
λειτουργοί της θέμιδος — юристы; — судьи;
2) справедливость; — законность; — об θέμις εστί — несправедливо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναός της θέμιδος — суд;
λειτουργοί της θέμιδος — юристы; — судьи;
2) справедливость; — законность; — об θέμις εστί — несправедливо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… … Dictionary of Greek
Θέμις — Θέμῑς , Θέμις that which is laid down fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Θέμις that which is laid down fem nom sg Θέμις that which is laid down fem nom sg Θέμις that which is laid down fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέμις — θέμῑς , θέμις that which is laid down fem acc pl (attic epic doric ionic aeolic) θέμις that which is laid down fem nom sg θέμις that which is laid down fem nom sg θέμις that which is laid down fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μπαζάκα, Θέμις — (Θεσσαλονίκη 1953 –). Ηθοποιός. Από τις πλέον εκφραστικές παρουσίες στο Θέατρο, την μικρή και την μεγάλη οθόνη έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία. Σπούδασε ενδυματολογία και μόδα στο Λονδίνο και το 1979 μπήκε στην Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου… … Dictionary of Greek
Νέα Θέμις — Δεκαπενθήμερο και έπειτα μηνιαίο περιοδικό (1881 1907). Ιδρύθηκε από τον Τρ. Μανταφούνη με έδρα την Αθήνα, με καθαρά νομικό περιεχόμενο … Dictionary of Greek
Θέμι — Θέμις that which is laid down fem voc sg Θέμῑ , Θέμις that which is laid down fem dat sg (epic doric ionic aeolic) Θέμις that which is laid down fem voc sg Θέμις that which is laid down fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέμι — θέμις that which is laid down fem voc sg θέμῑ , θέμις that which is laid down fem dat sg (epic doric ionic aeolic) θέμις that which is laid down fem voc sg θέμις that which is laid down fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θέμιν — Θέμις that which is laid down fem acc sg Θέμις that which is laid down fem acc sg Θέμις that which is laid down fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέμιν — θέμις that which is laid down fem acc sg θέμις that which is laid down fem acc sg θέμις that which is laid down fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θέμισιν — Θέμις that which is laid down fem dat pl (epic doric ionic aeolic) Θέμις that which is laid down fem dat pl Θέμις that which is laid down fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέμισιν — θέμις that which is laid down fem dat pl (epic doric ionic aeolic) θέμις that which is laid down fem dat pl θέμις that which is laid down fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)